Πήχτωνε το βράδυ. Λιγόστεψε κι ο αχός απ' τα κυπαρίσσια. Ανάψανε οι λαμπάδες τ' ουρανού. Όλα ήταν γάλα... γάλα... λουλάκι... και σπίθες. Το ποτάμι μουρμούριζε μες στον ύπνο του κρυφά παραμιλητά. Το παιδί κείνο το βράδυ δεν κοιμήθηκε... ολόκληρο το βράδυ. Έγραψε το πιο πικρό, το πιο μεγάλο του παραμύ..
Καλά κουµάσια και του λόγου τους - τα σύννεφα θέλω να πω. Σου κάνουνε τ’ ανήξερα περιστεράκια (σου παρασταίνουνε το πούπουλο) και µέσα τους έχουνε κρυµµένο το πικρό κεντρί. Αµ αυτά ήτανε -ποια άλλα;-, αυτά ήτανε που φέρανε όλο το κακό. Πηγαίνανε πάν’ απ’ το βάλτο σαν τα φουσκωµένα βουβάλια, ξερνοβολ..