Βγήκε στην αυλή απ’ την κουζίνα φέρνοντας μια πιατέλα γεμάτη ώς επάνω κουτσομούρα. Την είχε καλοτηγανίσει. Σκοντάφτει στο μαρμαράκι της πόρτας, πάρ’ τα όλα κάτω. «Δε βαριέσαι», λέει στο λεπτό. «Ψι ψι ψι», έδωσε τα ψάρια στα γατιά. Μέχρι να φάνε εκείνα, σκουπίζει το ίδιο τηγάνι, ανάβει το πετρογκάζ, ..
Το πρωτάκουσα Φλεβάρη μήνα, ξημερώματα. Με ξύπνησε μια γλυκιά υπόσχεση για την καινούργια μέρα._x000D_
_x000D_
Σιγά σιγά μου χάρισε τα μυστικά της ζωής του. Απλά μυστικά και μεγάλα, σπουδαία. Τυλιγμένα με τ’ ωραίο κελάηδημα που στολίζει την άνοιξη της πόλης πιο πολύ κι από λουλούδι._x000D_
_x000D_
Κ..